πεντακάθαρος

πεντακάθαρος
η , ο
1) чистейший, сверкающий; 2) ясный, явный;

είναι πεντακάθαρο — совершенно ясно; — явно, очевидно


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πεντακάθαρος" в других словарях:

  • πεντακάθαρος — η, ο ο πολύ καθαρός, αυτός που δεν έχει την παραμικρή βρομιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. πεντα * + καθαρός] …   Dictionary of Greek

  • πεντακάθαρος — η, ο ο πολύ καθαρός, ο κατακάθαρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • ολοκάθαρος — η, ο (Μ ὁλοκάθαρος, ον) εντελώς καθαρός, κατακάθαρος, πεντακάθαρος νεοελλ. 1. διαυγέστατος 2. σαφέστατος («ολοκάθαρο νόημα») 3. τιμιότατος, αγνότατος …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»